χειρίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χειρίς αἱ χειρῖδες
      γενική τῆς χειρῖδος τῶν χειρίδων
      δοτική τῇ χειρῖδ ταῖς χειρῖσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν χειρῖδ τὰς χειρῖδᾰς
     κλητική ! χειρίς* χειρῖδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χειρῖδε
γεν-δοτ τοῖν  χειρίδοιν
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χειρίς < χείρ + -ίς

Ουσιαστικό

χειρίς-ῖδος, θηλυκό
  1. το μανίκι, η χειρίδα, ειδικά το φαρδύ, σαν στα ρούχα των Περσών
  2. το κάλυμμα του χεριού, το γάντι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.