χειρίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | χειρίς | αἱ | χειρῖδες |
| γενική | τῆς | χειρῖδος | τῶν | χειρίδων |
| δοτική | τῇ | χειρῖδῐ | ταῖς | χειρῖσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | χειρῖδᾰ | τὰς | χειρῖδᾰς |
| κλητική ὦ! | χειρίς* | χειρῖδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χειρῖδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χειρίδοιν | ||
| Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
- χειρίς-ῖδος, θηλυκό
Πηγές
- χειρίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χειρίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.