χειραφετημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χειραφετημένος | η | χειραφετημένη | το | χειραφετημένο |
| γενική | του | χειραφετημένου | της | χειραφετημένης | του | χειραφετημένου |
| αιτιατική | τον | χειραφετημένο | τη | χειραφετημένη | το | χειραφετημένο |
| κλητική | χειραφετημένε | χειραφετημένη | χειραφετημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χειραφετημένοι | οι | χειραφετημένες | τα | χειραφετημένα |
| γενική | των | χειραφετημένων | των | χειραφετημένων | των | χειραφετημένων |
| αιτιατική | τους | χειραφετημένους | τις | χειραφετημένες | τα | χειραφετημένα |
| κλητική | χειραφετημένοι | χειραφετημένες | χειραφετημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χειραφετημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χειραφετώ
Μετοχή
χειραφετημένος
- (για άτομο) που έχει χειραφετηθεί, είναι πλέον ανεξάρτητο ενώ δεν ήταν, που έχει γίνει αυτόνομο και ελεύθερο να ενεργεί κατά βούληση, που έχει ελευθερωθεί από εξαρτήσεις ή κηδεμονία, που έχει πλήρη δικαιώματα
- (για αφηρημένες έννοιες) που έχει ανεξαρτοποιηθεί, έχει αυτονομηθεί (π.χ. η εξωτερική πολιτική μιας χώρας, ο δήμος από το κράτος κ.λπ.)
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.