κηδεμονία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κηδεμονία | οι | κηδεμονίες |
| γενική | της | κηδεμονίας | των | κηδεμονιών |
| αιτιατική | την | κηδεμονία | τις | κηδεμονίες |
| κλητική | κηδεμονία | κηδεμονίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κηδεμονία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κηδεμονία < κηδεμών
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.ðe.moˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κη‐δε‐μο‐νί‐α
Ουσιαστικό
κηδεμονία θηλυκό
- η εξουσία και η ευθύνη του κηδεμόνα
- ※ Όταν παντρεύτηκε, σκέφτηκε, όπως μου έλεγε, πως, αλλάζοντας γειτονιά, θα χειραφετούνταν απ' την τυραννική κηδεμονία της μάνας της. (Κώστας Ταχτσής, Η γιαγιά μου η Αθήνα, 1979 [κείμενα])
- ≈ συνώνυμα: κηδεμόνευση
- → δείτε τον όρο γονική μέριμνα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κηδεμόνας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.