ιδιόχειρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιδιόχειρος | η | ιδιόχειρη | το | ιδιόχειρο |
| γενική | του | ιδιόχειρου | της | ιδιόχειρης | του | ιδιόχειρου |
| αιτιατική | τον | ιδιόχειρο | την | ιδιόχειρη | το | ιδιόχειρο |
| κλητική | ιδιόχειρε | ιδιόχειρη | ιδιόχειρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιδιόχειροι | οι | ιδιόχειρες | τα | ιδιόχειρα |
| γενική | των | ιδιόχειρων | των | ιδιόχειρων | των | ιδιόχειρων |
| αιτιατική | τους | ιδιόχειρους | τις | ιδιόχειρες | τα | ιδιόχειρα |
| κλητική | ιδιόχειροι | ιδιόχειρες | ιδιόχειρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιδιόχειρος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἰδιόχειρος. Αναλύεται σε ἰδιό- + χείρ + -ος
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ðiˈo.çi.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐δι‐ό‐χει‐ρος
- τονικό παρώνυμο: ιδιοχείρως
Επίθετο
ιδιόχειρος, -η, -ο
Μεταφράσεις
ιδιόχειρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.