χειροδικία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χειροδικία οι χειροδικίες
      γενική της χειροδικίας των χειροδικιών
    αιτιατική τη χειροδικία τις χειροδικίες
     κλητική χειροδικία χειροδικίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χειροδικία (μαρτυρείται από το 1893)[1] < χειροδικώ

Ουσιαστικό

χειροδικία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 1107, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.