χειρόφερτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χειρόφερτος η χειρόφερτη το χειρόφερτο
      γενική του χειρόφερτου της χειρόφερτης του χειρόφερτου
    αιτιατική τον χειρόφερτο τη χειρόφερτη το χειρόφερτο
     κλητική χειρόφερτε χειρόφερτη χειρόφερτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χειρόφερτοι οι χειρόφερτες τα χειρόφερτα
      γενική των χειρόφερτων των χειρόφερτων των χειρόφερτων
    αιτιατική τους χειρόφερτους τις χειρόφερτες τα χειρόφερτα
     κλητική χειρόφερτοι χειρόφερτες χειρόφερτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χειρόφερτος <  δείτε τις λέξεις χείρα και φέρω

Επίθετο

χειρόφερτος, -η, -ο

  • βλ. συνώνυμο συσκευή χειρός
      ακουστικές (audio) εφαρμογές PMSE στις οποίες ο πομπός είναι είτε σωματοφόρετος (body worn) ή χειρόφερτος (handheld)[1]
      Χειρόφερτος εξοπλισμός ψεκασμού για αναφλέξιμα υγρά υλικά επικάλυψης.[2]
      λυχνία χειρόφερτος [3]

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Επίδραση του σώματος σε εφαρμογές audio PMSE, σελ. 7. Δημοσίευση 2019-01-29. Προσπέλαση 2020-05-12.
  2. "Ανακοίνωση της Επιτροπής στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 2014/34/ΕΕ", (αγγλικά) , (ελληνικά) . Δημοσίευση 2016-04-08. Προσπέλαση 2020-05-12.
  3. Αντώνιος Ηπίτης (Αθήνα 1909), Λεξικόν Ελληνογαλλικόν και Γαλλοελληνικόν - Τόμος Β΄, Λήμμα: λυχνία. Προσπέλαση 2020-05-25.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.