χειράμαξα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χειράμαξα οι χειράμαξες
      γενική της χειράμαξας των χειραμαξών
    αιτιατική τη χειράμαξα τις χειράμαξες
     κλητική χειράμαξα χειράμαξες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χειράμαξα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

χειράμαξα θηλυκό

μεταφοράς προσώπων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.