χειραφεσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χειραφεσία | οι | χειραφεσίες |
| γενική | της | χειραφεσίας | των | χειραφεσιών |
| αιτιατική | τη | χειραφεσία | τις | χειραφεσίες |
| κλητική | χειραφεσία | χειραφεσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χειραφεσία < ελληνιστική κοινή χειραφεσία
Μεταφράσεις
χειραφεσία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.