εκεχειρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκεχειρία οι εκεχειρίες
      γενική της εκεχειρίας των εκεχειριών
    αιτιατική την εκεχειρία τις εκεχειρίες
     κλητική εκεχειρία εκεχειρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκεχειρία < αρχαία ελληνική ἐκεχειρία (ἔχω + χείρ)

Ουσιαστικό

εκεχειρία θηλυκό

  • η προσωρινή παύση των εχθροπραξιών

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.