χειμαρρώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χειμαρρώδης | η | χειμαρρώδης | το | χειμαρρώδες |
| γενική | του | χειμαρρώδους | της | χειμαρρώδους | του | χειμαρρώδους |
| αιτιατική | τον | χειμαρρώδη | τη | χειμαρρώδη | το | χειμαρρώδες |
| κλητική | χειμαρρώδη(ς) | χειμαρρώδης | χειμαρρώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χειμαρρώδεις | οι | χειμαρρώδεις | τα | χειμαρρώδη |
| γενική | των | χειμαρρωδών | των | χειμαρρωδών | των | χειμαρρωδών |
| αιτιατική | τους | χειμαρρώδεις | τις | χειμαρρώδεις | τα | χειμαρρώδη |
| κλητική | χειμαρρώδεις | χειμαρρώδεις | χειμαρρώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χειμαρρώδης < (ελληνιστική κοινή) χειμαρρώδης
Επίθετο
χειμαρρώδης,-ης,-ες
- που η ροή του είναι σαν χειμάρρου
- (μεταφορικά) που είναι σαν χείμαρρος όταν μιλάει ή για γραπτό λόγο και γενικά για συμπεριφορά ορμητική
- (πληροφορική), (αργκό) αρχείο που κατέβηκε από torrents
- πολλοί ιστότοποι όταν αναφέρονται συγκεκριμένες λέξεις ενημερώνουν αυτόματα τους moderators-επόπτες
- η χρήση αργκό συχνά το αποτρέπει αυτό
Μεταφράσεις
χειμαρρώδης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.