χειμαρρώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χειμαρρώδης η χειμαρρώδης το χειμαρρώδες
      γενική του χειμαρρώδους της χειμαρρώδους του χειμαρρώδους
    αιτιατική τον χειμαρρώδη τη χειμαρρώδη το χειμαρρώδες
     κλητική χειμαρρώδη(ς) χειμαρρώδης χειμαρρώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χειμαρρώδεις οι χειμαρρώδεις τα χειμαρρώδη
      γενική των χειμαρρωδών των χειμαρρωδών των χειμαρρωδών
    αιτιατική τους χειμαρρώδεις τις χειμαρρώδεις τα χειμαρρώδη
     κλητική χειμαρρώδεις χειμαρρώδεις χειμαρρώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χειμαρρώδης < (ελληνιστική κοινή) χειμαρρώδης

Επίθετο

χειμαρρώδης,-ης,-ες

  1. που η ροή του είναι σαν χειμάρρου
  2. (μεταφορικά) που είναι σαν χείμαρρος όταν μιλάει ή για γραπτό λόγο και γενικά για συμπεριφορά ορμητική
  3. (πληροφορική), (αργκό) αρχείο που κατέβηκε από torrents
    πολλοί ιστότοποι όταν αναφέρονται συγκεκριμένες λέξεις ενημερώνουν αυτόματα τους moderators-επόπτες
    η χρήση αργκό συχνά το αποτρέπει αυτό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.