χίμαρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| χῐνᾰρο- | |||||
| ονομαστική | ὁ | χίμαρος | οἱ | χίμαροι | |
| γενική | τοῦ | χιμάρου | τῶν | χιμάρων | |
| δοτική | τῷ | χιμάρῳ | τοῖς | χιμάροις | |
| αιτιατική | τὸν | χίμαρον | τοὺς | χιμάρους | |
| κλητική ὦ! | χίμαρε | χίμαροι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χιμάρω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | χιμάροιν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
- χίμαρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή [1] *ǵʰeym- (χειμώνας, λευκός)
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | χίμαρος | αἱ | χίμαροι |
| γενική | τῆς | χιμάρου | τῶν | χιμάρων |
| δοτική | τῇ | χιμάρῳ | ταῖς | χιμάροις |
| αιτιατική | τὴν | χίμαρον | τὰς | χιμάρους |
| κλητική ὦ! | χίμαρε | χίμαροι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χιμάρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χιμάροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
χίμαρος θηλυκό
- άλλη μορφή του χίμαιρα
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- χίμαρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χίμαρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.