χασικλής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χασικλής οι χασικλήδες
      γενική του χασικλή των χασικλήδων
    αιτιατική τον χασικλή τους χασικλήδες
     κλητική χασικλή χασικλήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χασικλής < χασί(ς) + κ + -λής κατά το θεριακλ-ής: χασικλ- + -ής[1] < τουρκική haşiş < αραβική حشيش (ḥašīš)

Ουσιαστικό

χασικλής αρσενικό (θηλυκό: χασικλού)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.