χασικλής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χασικλής | οι | χασικλήδες |
| γενική | του | χασικλή | των | χασικλήδων |
| αιτιατική | τον | χασικλή | τους | χασικλήδες |
| κλητική | χασικλή | χασικλήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
χασικλής αρσενικό (θηλυκό: χασικλού)
- (μειωτικό) ο συστηματικός χασισοπότης, αυτός που κάνει συχνή χρήση έως κατάχρηση χασίς
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χασίς
Μεταφράσεις
χασικλής
|
|
Αναφορές
- χασικλής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.