χασίκλας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χασίκλας < χασικλ(ής) + μεγεθυντικό -ας[1]

Ουσιαστικό

χασίκλας αρσενικό

  • (μειωτικό) αυτός που κάνει χρήση χασίς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.