χασισοπότης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χασισοπότης | οι | χασισοπότες |
| γενική | του | χασισοπότη | των | χασισοποτών |
| αιτιατική | τον | χασισοπότη | τους | χασισοπότες |
| κλητική | χασισοπότη | χασισοπότες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
χασισοπότης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.