θεριακλής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | θεριακλής | οι | θεριακλήδες |
| γενική | του | θεριακλή | των | θεριακλήδων |
| αιτιατική | τον | θεριακλή | τους | θεριακλήδες |
| κλητική | θεριακλή | θεριακλήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /θeɾ.ʝaˈklis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ρια‐κλής
Ουσιαστικό
θεριακλής αρσενικό (θηλυκό θεριακλού ή θεριακλίδισσα)
- (οικείο) ο μανιώδης καπνιστής ή γενικότερα αυτός που του αρέσει υπερβολικά κάτι
- ※ Θεριακλής από το «θηρίον» (με τη σημασία «άγριο και δηλητηριώδες ζώο», φίδι, υποκοριστικό του αρχαίου «θηρ») όπου σχηματίστηκε το επίθετο «θηριακός» (αυτός που έχει σχέση με φαρμακερά θηρία). Η λέξη ταξιδεύει στην περσική και μέσω αυτής στην τουρκική γλώσσα: «tiryak, tiryaki» (ο εθισµένος στον καπνό ή στο όπιο), για να επιστρέψει στα νέα ελληνικά ως «θεριακλής», συνήθως με την έννοια «μανιώδης καπνιστής ή και καφεπότης»
- * Σπύρος Σεραφείμ, «Οι γαλιάντρες, ο θεριακλής και ο κρετίνος», εφημερίδα Το Έθνος, 2019.02.26.
- ※ Από το ένα άκρο στο άλλο. Πριν από μία διετία υπήρχαν νέφη καπνού ακόμη και σε παιδότοπους. Τώρα, με την ολική απαγόρευση, ο θεριακλής αντιμετωπίζεται ως εμμανής δολοφόνος. Ο καπνιστής θεωρείται ένας υπανάπτυκτος, που φυσάει τον καρκίνο στα μούτρα των συνανθρώπων του.
- * Λώρη Κέζα, «Στερνό τσιγάρο», εφημερίδα Το Βήμα, 2010.09.01.
- ※ Θεριακλής από το «θηρίον» (με τη σημασία «άγριο και δηλητηριώδες ζώο», φίδι, υποκοριστικό του αρχαίου «θηρ») όπου σχηματίστηκε το επίθετο «θηριακός» (αυτός που έχει σχέση με φαρμακερά θηρία). Η λέξη ταξιδεύει στην περσική και μέσω αυτής στην τουρκική γλώσσα: «tiryak, tiryaki» (ο εθισµένος στον καπνό ή στο όπιο), για να επιστρέψει στα νέα ελληνικά ως «θεριακλής», συνήθως με την έννοια «μανιώδης καπνιστής ή και καφεπότης»
Μεταφράσεις
θεριακλής
|
|
Αναφορές
- θεριακλής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.