حشيش

Αραβικά (ar)

Προφορά

ΔΦΑ : /ħa.ʃiːʃ/

Ουσιαστικό

حشيش (حَشِيش) (ar) (ḥašīš)

  1. το χόρτο, η πόα
  2. το χασίς

Απόγονοι

حَشِيش (ḥašīš) (αραβικά)

οθωμανικά τουρκικά: حشیش (hašiš)
τουρκικά: haşiş
νέα ελληνικά: χασίς

 και δείτε  περισσότερους απογόνους στο αγγλικό Βικιλεξικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.