χαρτόδεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαρτόδεση οι χαρτοδέσεις
      γενική της χαρτόδεσης* των χαρτοδέσεων
    αιτιατική τη χαρτόδεση τις χαρτοδέσεις
     κλητική χαρτόδεση χαρτοδέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χαρτοδέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαρτόδεση < (καθαρεύουσα) χαρτόδεσις < λέξη λόγια από το χαρτί και το δέσις

Ουσιαστικό

χαρτόδεση θηλυκό

  • το δέσιμο ενός βιβλίου με σχετικά φτηνό υλικό, με επεξεργασμένο χαρτόνι, σε αντιδιαστολή άλλοτε αλλά και σήμερα εν μέρει προς το δερματόδετο βιβλίο ή εκείνο που είχε ακριβότερη, πολυτελέστερη εμφάνιση καθώς και μεγαλύτερη αντοχή στο χρόνο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.