χαρτοδέτηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χαρτοδέτηση | οι | χαρτοδετήσεις |
| γενική | της | χαρτοδέτησης* | των | χαρτοδετήσεων |
| αιτιατική | τη | χαρτοδέτηση | τις | χαρτοδετήσεις |
| κλητική | χαρτοδέτηση | χαρτοδετήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, χαρτοδετήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαρτοδέτηση < καθαρεύουσα χαρτοδέτη(σις) + -ση, (χαρτοδετώ) χαρτο-δετη- + ση [1]
Μεταφράσεις
χαρτοδέτηση
|
|
Αναφορές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.