χαρτοπωλείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαρτοπωλείο τα χαρτοπωλεία
      γενική του χαρτοπωλείου των χαρτοπωλείων
    αιτιατική το χαρτοπωλείο τα χαρτοπωλεία
     κλητική χαρτοπωλείο χαρτοπωλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαρτοπωλείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα χαρτοπωλεῖ(ον) + -ο για προσαρμογή στην κλίση της δημοτικής. Μορφολογικά αναλύεται σε χαρτο- + -πωλείο. Δείτε και (ελληνιστική κοινή) χαρτοπώλης (που πουλάει παπύρους)[1]

Ουσιαστικό

χαρτοπωλείο ουδέτερο

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.