χαρτοπωλείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαρτοπωλείο | τα | χαρτοπωλεία |
| γενική | του | χαρτοπωλείου | των | χαρτοπωλείων |
| αιτιατική | το | χαρτοπωλείο | τα | χαρτοπωλεία |
| κλητική | χαρτοπωλείο | χαρτοπωλεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαρτοπωλείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα χαρτοπωλεῖ(ον) + -ο για προσαρμογή στην κλίση της δημοτικής. Μορφολογικά αναλύεται σε χαρτο- + -πωλείο. Δείτε και (ελληνιστική κοινή) χαρτοπώλης (που πουλάει παπύρους)[1]
Ουσιαστικό
χαρτοπωλείο ουδέτερο
Συγγενικά
Σύνθετα
Αναφορές
- χαρτοπωλείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.