χαρτικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | χαρτικά | ||
| γενική | των | χαρτικών | ||
| αιτιατική | τα | χαρτικά | ||
| κλητική | χαρτικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χαρτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- γενική ονομασία για αντικείμενα χρήσιμα για το γράψιμο, για τη γραφική ύλη
Μεταφράσεις
χαρτικά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.