χαρτοπώλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαρτοπώλης | οι | χαρτοπώλες & χαρτοπώληδες |
| γενική | του | χαρτοπώλη | των | χαρτοπωλών & χαρτοπώληδων |
| αιτιατική | τον | χαρτοπώλη | τους | χαρτοπώλες & χαρτοπώληδες |
| κλητική | χαρτοπώλη | χαρτοπώλες & χαρτοπώληδες | ||
| Κατηγορία όπως «λαχειοπώλης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.