χαπιάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαπιάρισμα | τα | χαπιαρίσματα |
| γενική | του | χαπιαρίσματος | των | χαπιαρισμάτων |
| αιτιατική | το | χαπιάρισμα | τα | χαπιαρίσματα |
| κλητική | χαπιάρισμα | χαπιαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαπιάρισμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
χαπιάρισμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) η τακτοποίηση και η προσεκτική και συμμετρική κατανομή του χύδην φορτίου στα αμπάρια ενός πλοίου
- Μπορεί να ήταν οι αναθυμιάσεις, ανάβουνε με την υγρασία τα στάρια και στο χαπιάρισμα γίνονται ζαβομάρες, μπορεί και να ’φταιγε το παστό, καούρα τον έπιασε τον Σάββα Σαλταφέρο, μα δεν του πήγαινε ν’ αφήσει μονάχο τον Νικηφόρο στο αμπάρι, αγγάρεψε το βαφτιστηράκι του και τον Στέλιο, με πλάτες, ποντίκια κι οι δυο, πιάστε να τον αποθέσουμε στην πλώρη, δέκα λεπτών δουλειά. (Ιωάννα Καρυστιάνη, Μικρά Αγγλία)
Μεταφράσεις
χαπιάρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.