στοιβασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στοιβασία οι στοιβασίες
      γενική της στοιβασίας των στοιβασιών
    αιτιατική τη στοιβασία τις στοιβασίες
     κλητική στοιβασία στοιβασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στοιβασία < (ελληνιστική κοινή) στοιβασία < στοιβάζω

Ουσιαστικό

στοιβασία θηλυκό

  1. η στοίχιση και η τοποθέτηση διαφόρων πραγμάτων σε στοίβες
     συνώνυμα: στοίβαγμα
  2. (ναυτικός όρος) η στοίχιση και η τοποθέτηση φορτίου σε πλοίο και η κατανομή της σαβούρας με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποφεύγονται μετατοπίσεις του φορτίου, όταν έχει τρικυμία
     συνώνυμα: χαπιάρισμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.