καούρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καούρα οι καούρες
      γενική της καούρας
    αιτιατική την καούρα τις καούρες
     κλητική καούρα καούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καούρα < καίω + -ούρα

Ουσιαστικό

καούρα θηλυκό

  1. (ιατρική) η αίσθηση καψίματος μέσα μας, το οποίο είναι αποτέλεσμα της παλινδρόμησης οξέων από το στομάχι
     συνώνυμα: καΐλα, καύσος, κάψιμο
  2. κνησμός, φαγούρα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη καίω

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.