βαφτιστηράκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βαφτιστηράκι | τα | βαφτιστηράκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | βαφτιστηράκι | τα | βαφτιστηράκια |
| κλητική | βαφτιστηράκι | βαφτιστηράκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαφτιστηράκι < βαφτιστήρι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
βαφτιστηράκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του βαφτιστήρι
- Μπορεί να ήταν οι αναθυμιάσεις, ανάβουνε με την υγρασία τα στάρια και στο χαπιάρισμα γίνονται ζαβομάρες, μπορεί και να ’φταιγε το παστό, καούρα τον έπιασε τον Σάββα Σαλταφέρο, μα δεν του πήγαινε ν’ αφήσει μονάχο τον Νικηφόρο στο αμπάρι, αγγάρεψε το βαφτιστηράκι του και τον Στέλιο, με πλάτες, ποντίκια κι οι δυο, πιάστε να τον αποθέσουμε στην πλώρη, δέκα λεπτών δουλειά. (Ιωάννα Καρυστιάνη, Μικρά Αγγλία)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βαφτίζω
Μεταφράσεις
βαφτιστηράκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.