χαμηλοστήθης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαμηλοστήθης | οι | χαμηλοστήθηδες |
| γενική | του | χαμηλοστήθη | των | χαμηλοστήθηδων |
| αιτιατική | τον | χαμηλοστήθη | τους | χαμηλοστήθηδες |
| κλητική | χαμηλοστήθη | χαμηλοστήθηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαμηλοστήθης < χαμηλο- + στήθ(ος) + -ης (κατά το χαμηλοκώλης) ή *χαμηλόστηθ(ος) (επίθετο κατά το ορθόστηθος) + -ης
- Μεταφραστική λεξιπλασία στη μετάφραση (1979) από τα γαλλικά του Αργύρη Χιόνη για το Ο Αστερίξ στους Ολυμπιακούς Aγώνες (Astérix aux jeux olympiques) Δείτε το παράθεμα και τις Σημειώσεις συντακτών.
Προφορά
- ΔΦΑ : /xa.mi.loˈsti.θis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐μη‐λο‐στή‐θης
Ουσιαστικό
χαμηλοστήθης αρσενικό
- για άντρα που το στήθος του είναι παχύ, χαλαρό, πεσμένο χαμηλά
- ※ (από το πρωτότυπο κείμενο) ένας χοντρός χαμηλοστήθης, γαλλικό κείμενο: un gros bas de poitrine.
- Μετάφραση: Αργύρη Χιόνη για το Ο Αστερίξ στους Ολυμπιακούς Aγώνες (Astérix aux jeux olympiques), 02/1979, έκδοση "Ψαρόπουλου"
- Σκηνή: ένας ρωμαίος αθλητής περιγράφει τον Οβελίξ. Δείτε και τις Σημειώσεις συντακτών.
- ≠ αντώνυμα: ορθόστηθος, περδικόστηθος (επίθετα)
- ※ (από το πρωτότυπο κείμενο) ένας χοντρός χαμηλοστήθης, γαλλικό κείμενο: un gros bas de poitrine.
- ευφημισμός για το χοντρός
- ※ Δεν είμαι χοντρός, ρε συ Κωστή, χαμηλοστήθης είμαι. *** Πάει, χάζεψε ο Κωστής, βλέπει χοντρούς εκεί που δεν υπάρχουν (Σαββατιάτικα – Τα δημοσκοπικώς μπερδεμένα! Ιούνιος 29, 2019)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.