ορθόστηθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ορθόστηθος | η | ορθόστηθη | το | ορθόστηθο |
| γενική | του | ορθόστηθου | της | ορθόστηθης | του | ορθόστηθου |
| αιτιατική | τον | ορθόστηθο | την | ορθόστηθη | το | ορθόστηθο |
| κλητική | ορθόστηθε | ορθόστηθη | ορθόστηθο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ορθόστηθοι | οι | ορθόστηθες | τα | ορθόστηθα |
| γενική | των | ορθόστηθων | των | ορθόστηθων | των | ορθόστηθων |
| αιτιατική | τους | ορθόστηθους | τις | ορθόστηθες | τα | ορθόστηθα |
| κλητική | ορθόστηθοι | ορθόστηθες | ορθόστηθα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /oɾˈθo.sti.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐θό‐στη‐θος
Μεταφράσεις
ορθόστηθος
|
|
Πηγές
- ορθόστηθος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.