ορθόστηθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορθόστηθος η ορθόστηθη το ορθόστηθο
      γενική του ορθόστηθου της ορθόστηθης του ορθόστηθου
    αιτιατική τον ορθόστηθο την ορθόστηθη το ορθόστηθο
     κλητική ορθόστηθε ορθόστηθη ορθόστηθο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορθόστηθοι οι ορθόστηθες τα ορθόστηθα
      γενική των ορθόστηθων των ορθόστηθων των ορθόστηθων
    αιτιατική τους ορθόστηθους τις ορθόστηθες τα ορθόστηθα
     κλητική ορθόστηθοι ορθόστηθες ορθόστηθα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ορθόστηθος < ορθο- + στήθος

Προφορά

ΔΦΑ : /oɾˈθo.sti.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορθόστηθος

Επίθετο

ορθόστηθος, -η, -ο

  • (λόγιο) αυτός που έχει όρθιο στήθος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.