χαμηλοκώλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαμηλοκώλης η χαμηλοκώλα το χαμηλοκώλικο
      γενική του χαμηλοκώλη της χαμηλοκώλας του χαμηλοκώλικου
    αιτιατική τον χαμηλοκώλη τη χαμηλοκώλα το χαμηλοκώλικο
     κλητική χαμηλοκώλη χαμηλοκώλα χαμηλοκώλικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαμηλοκώληδες οι χαμηλοκώλες τα χαμηλοκώλικα
      γενική των χαμηλοκώληδων των χαμηλοκώλικων
    αιτιατική τους χαμηλοκώληδες τις χαμηλοκώλες τα χαμηλοκώλικα
     κλητική χαμηλοκώληδες χαμηλοκώλες χαμηλοκώλικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χαμηλοκώλης < χαμηλο- + κώλ(ος) + -ης

Προφορά

ΔΦΑ : /xa.mi.loˈko.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαμηλοκώλης

Επίθετο

χαμηλοκώλης, -α, -ικο

  • (ανθρώπινο σώμα) για άνθρωπο που η αναλογία τού μήκους του κορμού προς τα πόδια είναι μεγαλύτερη απ' το συνηθισμένο δίνοντας την εντύπωση ότι ο πισινός έχει χαμηλή θέση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.