χαλκογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χαλκογραφία | οι | χαλκογραφίες |
| γενική | της | χαλκογραφίας | των | χαλκογραφιών |
| αιτιατική | τη | χαλκογραφία | τις | χαλκογραφίες |
| κλητική | χαλκογραφία | χαλκογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαλκογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: ιταλική calcografia[1] [2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chalcographie[1] < αρχαία ελληνική χαλκός + -γραφία
Ουσιαστικό
χαλκογραφία θηλυκό
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αχαλκογράφητος
- χαλκογράφημα
- χαλκογραφημένος
- χαλκογραφικά
- χαλκογραφικός
- χαλκογραφικώς
- χαλκογράφος
- χαλκογραφώ
- → δείτε τις λέξεις χαλκός και γράφω
Μεταφράσεις
χαλκογραφία
- χαλκογραφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- χαλκογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.