χαλκογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | χαλκογράφος | οι | χαλκογράφοι |
| γενική | του/της | χαλκογράφου | των | χαλκογράφων |
| αιτιατική | τον/τη | χαλκογράφο | τους/τις | χαλκογράφους |
| κλητική | χαλκογράφε | χαλκογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαλκογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: ιταλική calcografo < χαλκο- (αρχαία ελληνική χαλκός) + -γράφος (αρχαία ελληνική γράφω)
Ουσιαστικό
χαλκογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (τέχνη, επάγγελμα) που χαλκογραφεί, που δημιουργεί χαλκογραφίες
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις χαλκογραφία, χαλκός και γράφω
Μεταφράσεις
χαλκογράφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.