χαλκογραφημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαλκογραφημένος | η | χαλκογραφημένη | το | χαλκογραφημένο |
| γενική | του | χαλκογραφημένου | της | χαλκογραφημένης | του | χαλκογραφημένου |
| αιτιατική | τον | χαλκογραφημένο | τη | χαλκογραφημένη | το | χαλκογραφημένο |
| κλητική | χαλκογραφημένε | χαλκογραφημένη | χαλκογραφημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαλκογραφημένοι | οι | χαλκογραφημένες | τα | χαλκογραφημένα |
| γενική | των | χαλκογραφημένων | των | χαλκογραφημένων | των | χαλκογραφημένων |
| αιτιατική | τους | χαλκογραφημένους | τις | χαλκογραφημένες | τα | χαλκογραφημένα |
| κλητική | χαλκογραφημένοι | χαλκογραφημένες | χαλκογραφημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χαλκογραφημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χαλκογραφώ
Προφορά
- ΔΦΑ : /xal.ko.ɣɾa.fiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαλ‐κο‐γρα‐φη‐μέ‐νος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
χαλκογραφημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.