χαλκογράφημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαλκογράφημα τα χαλκογραφήματα
      γενική του χαλκογραφήματος των χαλκογραφημάτων
    αιτιατική το χαλκογράφημα τα χαλκογραφήματα
     κλητική χαλκογράφημα χαλκογραφήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαλκογράφημα < χαλκογραφώ + -μα

Ουσιαστικό

χαλκογράφημα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.