χίπικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χίπικος | η | χίπικη | το | χίπικο |
| γενική | του | χίπικου | της | χίπικης | του | χίπικου |
| αιτιατική | τον | χίπικο | τη | χίπικη | το | χίπικο |
| κλητική | χίπικε | χίπικη | χίπικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χίπικοι | οι | χίπικες | τα | χίπικα |
| γενική | των | χίπικων | των | χίπικων | των | χίπικων |
| αιτιατική | τους | χίπικους | τις | χίπικες | τα | χίπικα |
| κλητική | χίπικοι | χίπικες | χίπικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χίπικος < χίπης + -ικος < αγγλική hippie < hipster < hip + -ster < μέση αγγλική hipe, hupe < αγγλοσαξονικά hype < πρωτογερμανική *hupiz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱewb- < *ḱew- (λυγίζω, κάμπτω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈçi.pi.kos/
Επίθετο
χίπικος, -η, -ο
- που σχετίζεται με το ρεύμα των χίπις
- ※ Η ονειροπόλα Πάτι Σμιθ, που θαυμάζει τον Ντίλαν Τόμας, κόβει τα μαλλιά της όπως ο Κιθ Ρίτσαρντς και υιοθετεί ανδρόγυνο στυλ, θα γίνει η ποιήτρια της ροκ. Ο Ρόμπερτ Μέιπλθορπ, ντροπαλός και φιλόδοξος, έχει για πρότυπα τον Ντισάν και τον Γουόρχολ, φοράει χίπικα χαϊμαλιά και γιλέκα από προβιά, θα γίνει ο φωτογράφος που προκαλεί με τις σαδομαζοχιστικές εικόνες του. (Εφημερίδα των Συντακτών, 24.01.2016)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χίπης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.