χίπικα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χίπικα < χίπικος + -α < χίπης < αγγλική hippie < hipster < hip + -ster < μέση αγγλική hipe, hupe < αγγλοσαξονικά hype < πρωτογερμανική *hupiz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱewb- < *ḱew- (λυγίζω, κάμπτω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈçi.pi.ka/
Μεταφράσεις
χίπικα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
χίπικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του χίπικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.