αντισυλληπτικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αντισυλληπτικό | τα | αντισυλληπτικά |
| γενική | του | αντισυλληπτικού | των | αντισυλληπτικών |
| αιτιατική | το | αντισυλληπτικό | τα | αντισυλληπτικά |
| κλητική | αντισυλληπτικό | αντισυλληπτικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντισυλληπτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντισυλληπτικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική contraceptive)
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.di.si.li.ptiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐συλ‐λη‐πτι‐κό
Ουσιαστικό
αντισυλληπτικό ουδέτερο
- (φαρμακευτική) σκεύασμα ή χάπι που προλλαμβάνει τη σύλληψη (παιδιού) και συμβάλλει στην αντισύλληψη αναστέλλοντας την ωορρηξία
- αντισυλληπτικό χάπι
- αντισυλληπτικό δισκίο
Μεταφράσεις
αντισυλληπτικό
|
Πηγές
- αντισυλληπτικό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αντισυλληπτικό - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αντισυλληπτικό - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αντισυλληπτικό - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αντισυλληπτικό
- αιτιατική ενικού του αντισυλληπτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντισυλληπτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.