χαλυβουργία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαλυβουργία οι χαλυβουργίες
      γενική της χαλυβουργίας των χαλυβουργιών
    αιτιατική τη χαλυβουργία τις χαλυβουργίες
     κλητική χαλυβουργία χαλυβουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαλυβουργία < χάλυβας + -ουργία (< έργο)

Ουσιαστικό

χαλυβουργία θηλυκό

  1. ο κλάδος της βιομηχανίας που ασχολείται με την επεξεργασία του χάλυβα
  2. μια βιομηχανική μονάδα που ανήκει στον κλάδο αυτό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.