χαλυβοβιομηχανία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χαλυβοβιομηχανία | οι | χαλυβοβιομηχανίες |
| γενική | της | χαλυβοβιομηχανίας | των | χαλυβοβιομηχανιών |
| αιτιατική | τη | χαλυβοβιομηχανία | τις | χαλυβοβιομηχανίες |
| κλητική | χαλυβοβιομηχανία | χαλυβοβιομηχανίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαλυβοβιομηχανία < χάλυβ(ας) + -ο- + βιομηχανία
Προφορά
- ΔΦΑ : /xa.li.vo.vi.o.mi.xaˈni.a/
Μεταφράσεις
χαλυβοβιομηχανία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.