φωτοειδησεογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτοειδησεογραφία οι φωτοειδησεογραφίες
      γενική της φωτοειδησεογραφίας των φωτοειδησεογραφιών
    αιτιατική τη φωτοειδησεογραφία τις φωτοειδησεογραφίες
     κλητική φωτοειδησεογραφία φωτοειδησεογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωτοειδησεογραφία < φωτο- + ειδησεογραφία < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική photoreportage

Προφορά

ΔΦΑ : /fo.to.i.ði.se.o.ɣɾaˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φωτοειδησεογραφία

Ουσιαστικό

φωτοειδησεογραφία θηλυκό

  1. η κάλυψη της ειδησεογραφίας με οπτικό υλικό, εικόνες, και, συγκεκριμένα, με φωτογραφίες, η παρουσίαση επίκαιρων γεγονότων με φωτογραφικά στιγμιότυπα ή ντοκουμέντα
  2. το φωτορεπορτάζ, το αντικείμενο εργασίας του φωτορεπόρτερ, δηλαδή του επαγγελματία φωτογράφου ο οποίος ειδικεύεται σε θέματα επικαιρότητας

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.