φωτορεπόρτερ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
φωτορεπόρτερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (επάγγελμα, φωτογραφία) ο φωτογράφος που καλύπτει την ειδησεογραφία φωτογραφικά είτε ως μισθωτός σε ένα έντυπο είτε ως ελεύθερος επαγγελματίας που πουλά τα στιγμιότυπα που απαθανατίζει σε όποιο έντυπο ενδιαφέρεται.
Συγγενικά
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.