φωτοειδησεογραφικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωτοειδησεογραφικός η φωτοειδησεογραφική το φωτοειδησεογραφικό
      γενική του φωτοειδησεογραφικού της φωτοειδησεογραφικής του φωτοειδησεογραφικού
    αιτιατική τον φωτοειδησεογραφικό τη φωτοειδησεογραφική το φωτοειδησεογραφικό
     κλητική φωτοειδησεογραφικέ φωτοειδησεογραφική φωτοειδησεογραφικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωτοειδησεογραφικοί οι φωτοειδησεογραφικές τα φωτοειδησεογραφικά
      γενική των φωτοειδησεογραφικών των φωτοειδησεογραφικών των φωτοειδησεογραφικών
    αιτιατική τους φωτοειδησεογραφικούς τις φωτοειδησεογραφικές τα φωτοειδησεογραφικά
     κλητική φωτοειδησεογραφικοί φωτοειδησεογραφικές φωτοειδησεογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φωτοειδησεογραφικός < φωτοειδησεογραφ(ία) + -ικός. Μορφολογικά αναλύεται σε φωτο- + ειδησεογραφικός.

Προφορά

ΔΦΑ : /fo.to.i.ði.se.o.ɣɾa.fiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φωτοειδησεογραφικός

Επίθετο

φωτοειδησεογραφικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.