φωταγωγός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φωταγωγός | οι | φωταγωγοί |
| γενική | του | φωταγωγού | των | φωταγωγών |
| αιτιατική | τον | φωταγωγό | τους | φωταγωγούς |
| κλητική | φωταγωγέ | φωταγωγοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /fo.ta.ɣoˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐τα‐γω‐γός
Ουσιαστικό
φωταγωγός αρσενικό
- ο σχετικά μικρός σε διαστάσεις, εσωτερικός κενός χώρος πολυκατοικίας που θεωρητικά χρησιμεύει για να παρέχει φωτισμό σε εσωτερικούς χώρους διαμερισμάτων
Αναφορές
- φωταγωγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
φωταγωγός < (φῶς) φωτ- + -αγωγός (ἀγωγός). Το ουσιαστικό, από την έκφραση «ἡ φωταγωγός θυρίς»
Επίθετο
φωταγωγός, -ός, -όν
- που φέρνει φως
Πηγές
- φωταγωγός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φωταγωγός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.