αίθριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αίθριο | τα | αίθρια |
| γενική | του | αιθρίου & αίθριου |
των | αιθρίων |
| αιτιατική | το | αίθριο | τα | αίθρια |
| κλητική | αίθριο | αίθρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αίθριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο αίθριος
Ουσιαστικό
αίθριο ουδέτερο
- ανοιχτός ή στεγασμένος με διαφανή υλικά κεντρικός χώρος σε σύγχρονα δημόσια ή εμπορικά κτήρια
- περίστυλη αυλή, αυλή με περιστύλιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.