αίθριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αίθριο τα αίθρια
      γενική του αιθρίου
& αίθριου
των αιθρίων
    αιτιατική το αίθριο τα αίθρια
     κλητική αίθριο αίθρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αίθριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο αίθριος

Ουσιαστικό

αίθριο ουδέτερο

  1. ανοιχτός ή στεγασμένος με διαφανή υλικά κεντρικός χώρος σε σύγχρονα δημόσια ή εμπορικά κτήρια
  2. περίστυλη αυλή, αυλή με περιστύλιο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.