φωτισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φωτισμός οι φωτισμοί
      γενική του φωτισμού των φωτισμών
    αιτιατική τον φωτισμό τους φωτισμούς
     κλητική φωτισμέ φωτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωτισμός < φωτίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /fo.tiˈzmos/

Ουσιαστικό

φωτισμός αρσενικό

  1. η διάχυση φωτός σε ένα χώρο, η παροχή φωτός
  2. τα μέσα, οι εγκαταστάσεις ή και οι τεχνικές με τις οποίες παρέχεται το φως σε σπίτια, δρόμους ή σε πιο ειδικές περιστάσεις
    Στην τελευταία ταινία του Χ, ανέλαβε τον φωτισμό η γυναίκα του
  3. (χριστιανισμός) η βάφτιση
    Ηρθανε τα Φώτα και ο φωτισμός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.