φωταγωγημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωταγωγημένος η φωταγωγημένη το φωταγωγημένο
      γενική του φωταγωγημένου της φωταγωγημένης του φωταγωγημένου
    αιτιατική τον φωταγωγημένο τη φωταγωγημένη το φωταγωγημένο
     κλητική φωταγωγημένε φωταγωγημένη φωταγωγημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωταγωγημένοι οι φωταγωγημένες τα φωταγωγημένα
      γενική των φωταγωγημένων των φωταγωγημένων των φωταγωγημένων
    αιτιατική τους φωταγωγημένους τις φωταγωγημένες τα φωταγωγημένα
     κλητική φωταγωγημένοι φωταγωγημένες φωταγωγημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φωταγωγημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φωταγωγώ

Μετοχή

φωταγωγημένος -η -ο

  • που τον έχουν φωταγωγήσει, τον έχουν φωτίσει άπλετα
    φωταγωγημένο δρόμος / φωταγωγημένη αίθουσα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.