φωταγωγημένο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

φωταγωγημένο

  1. αιτιατική ενικού του φωταγωγημένος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του φωταγωγημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.