άπλετα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

άπλετα < άπλετ(ος) +

Επίρρημα

άπλετα

  1. απεριόριστα, απέραντα
  2. άφθονα, πολύ
      Τινάχτηκε αμέσως όρθιος, φώτισε άπλετα το δωμάτιο από τον λαμπτήρα της οροφής και στάθηκε εμπρός στον καθρέφτη της ντουλάπας. (Αλέξανδρος Σχινάς, Το πρόσωπο [διήγημα])

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

άπλετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.