αφωταγώγητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αφωταγώγητος | η | αφωταγώγητη | το | αφωταγώγητο |
| γενική | του | αφωταγώγητου | της | αφωταγώγητης | του | αφωταγώγητου |
| αιτιατική | τον | αφωταγώγητο | την | αφωταγώγητη | το | αφωταγώγητο |
| κλητική | αφωταγώγητε | αφωταγώγητη | αφωταγώγητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αφωταγώγητοι | οι | αφωταγώγητες | τα | αφωταγώγητα |
| γενική | των | αφωταγώγητων | των | αφωταγώγητων | των | αφωταγώγητων |
| αιτιατική | τους | αφωταγώγητους | τις | αφωταγώγητες | τα | αφωταγώγητα |
| κλητική | αφωταγώγητοι | αφωταγώγητες | αφωταγώγητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.