φωταγωγημένων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

φωταγωγημένων

  1. γενική πληθυντικού του φωταγωγημένος
  2. γενική πληθυντικού του φωταγωγημένη
  3. γενική πληθυντικού του φωταγωγημένο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.