φωστήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φωστήρας οι φωστήρες
      γενική του φωστήρα των φωστήρων
    αιτιατική τον φωστήρα τους φωστήρες
     κλητική φωστήρα φωστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωστήρας < (ελληνιστική κοινή) φωστήρ (λαμπτήρας) < αρχαία ελληνική φάος / φῶς (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική luminaire)

Ουσιαστικό

φωστήρας αρσενικό

  1. έξυπνος, ευφυής, τετραπέρατος, πολυμαθής, σοφός
    Θα μπορούσαμε να μιλάμε για εξωσχολικούς δασκάλους που είναι φωστήρες, που έχουν ειδική εκπαίδευση, περισσότερη αγάπη για το αντικείμενο, αυξημένο αίσθημα ευθύνης. (*)
  2. (ειρωνικό) δοκησίσοφος, ανόητος
    • Τόσοι σοφοὶ ἄνδρες, φωστῆρες ἐκ τῆς Ἑσπερίας ἀνατείλαντες, μὲ τόσον παχεῖς μισθούς, καὶ νὰ μὴ μεταγγίσουν ὀλίγον ἀθεϊστικὸν πνεῦμα εἰς τὴν Ἑλλάδα! (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Μεγαλείων ὀψώνια, 1912)

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη φως

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.