διέπω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διέπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διέπω (καθορίζω) < δι- + ἕπω (ασχολούμαι με)

Προφορά

ΔΦΑ : /ðiˈe.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διέπω

Ρήμα

διέπω, αόρ.: διείπα, παθ.φωνή: διέπομαι (ελλειπτικό ρήμα)

Κλίση

Σημείωση: Εύχρηστο είναι κυρίως το γ΄ πρόσωπο.

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. διέπω διείπα θα διέπω να διέπω διέποντας
β' ενικ. διέπεις διείπες θα διέπεις να διέπεις
γ' ενικ. διέπει διείπε θα διέπει να διέπει
α' πληθ. διέπουμε διείπαμε θα διέπουμε να διέπουμε
β' πληθ. διέπετε διείπατε θα διέπετε να διέπετε διέπετε
γ' πληθ. διέπουν(ε) διείπαν
διείπαν(ε)
θα διέπουν(ε) να διέπουν(ε)

Παθητική φωνή λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

διέπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διέπω < (διά) δι- + ἕπω (ασχολούμαι με)

Ρήμα

διέπω

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διέπω < (διά) δι- + ἕπω (ασχολούμαι με)

Ρήμα

διέπω

Σύνθετα

  • προδιέπω
  • συνδιέπω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.