διέπω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διέπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διέπω (καθορίζω) < δι- + ἕπω (ασχολούμαι με)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðiˈe.po/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐έ‐πω
Ρήμα
διέπω, αόρ.: διείπα, παθ.φωνή: διέπομαι (ελλειπτικό ρήμα)
- (λόγιο) ρυθμίζω, κανονίζω, καθορίζω
- ※ Παράξενες οι συγκυρίες που διέπουν τη ζωή μας αλλά και τη γραφή μας.
- Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ (1990) Διαβιβάσεις [διήγημα]
- ※ Παράξενες οι συγκυρίες που διέπουν τη ζωή μας αλλά και τη γραφή μας.
Κλίση
Σημείωση: Εύχρηστο είναι κυρίως το γ΄ πρόσωπο.
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
|---|---|---|---|---|---|---|
| α' ενικ. | διέπω | διείπα | θα διέπω | να διέπω | διέποντας | |
| β' ενικ. | διέπεις | διείπες | θα διέπεις | να διέπεις | ||
| γ' ενικ. | διέπει | διείπε | θα διέπει | να διέπει | ||
| α' πληθ. | διέπουμε | διείπαμε | θα διέπουμε | να διέπουμε | ||
| β' πληθ. | διέπετε | διείπατε | θα διέπετε | να διέπετε | διέπετε | |
| γ' πληθ. | διέπουν(ε) | διείπαν διείπαν(ε) |
θα διέπουν(ε) | να διέπουν(ε) |
Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
Πηγές
- διέπω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- διέπει - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- διέπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διέπω < (διά) δι- + ἕπω (ασχολούμαι με)
Πηγές
- διέπω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
Σύνθετα
- προδιέπω
- συνδιέπω
Πηγές
- διέπω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διέπω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.